- σαλαγώ
- σαλαγῶ, -έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.)αρχ.1. κροτώ ή βουίζω2. βατεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + ουρανικό ένθημα -αγ- (πρβλ. σέλας: σελαγῶ). Για το ζεύγος σαλαγῶ: σαλάσσω, πρβλ. παταγῶ: πατάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.